This marvelus song, i heard first time in Drive movie, reminds me the eighties even if it dated only back to 2009... Real new wave track!
Sunday, September 29, 2013
Saturday, September 28, 2013
Gossip - Heavy Cross
Ronny Jordan - So What
Lovely Words - Ela Rose
Johnny Guitar - Peggy Lee
Sunday, September 22, 2013
All we are - Warlock
Get down on it - Kool and the Gang
Dr Dre - The Next Episode
Kadebostany - Walking with a Ghost
I saw them first time on Radio Arvyla tv show... so the credit goes there...
Monday, September 16, 2013
Aπό πού βγήκαν κάποιες πολύ γνωστές φράσεις
Κουτσοί, στραβοί, στον Άγιο Παντελεήμονα
Στα 1830, σ” ένα χωριουδάκι της Κυνουρίας, στο Άστρος,
παρουσιάστηκε ένας περίεργος άνθρωπος, που άρχισε να διαδίδει επίμονα ότι ήταν
ο. Άγιος Παντελεήμονας, που ήρθε να σώσει τον κόσμο από τις διάφορες αρρώστιες,
που τον μάστιζαν.
Όπως ξέρουμε όλοι μας σχεδόν, ο πραγματικός Άγιος
Παντελεήμονας είναι ο προστάτης των ανάπηρων και οι Χριστιανοί πιστεύουν ότι
γιατρεύει, εκτός από τις άλλες παθήσεις και τις παραμορφώσεις του σώματος,
καθώς και τους τυφλούς.
Ο άγνωστος, ωστόσο, του Άστρους δεν έκανε το παραμικρό
θαύμα. Επειδή, όμως, δεν ενοχλούσε κανέναν με την παρουσία, τον άφηναν να λέει
ό,τι θέλει. Παρ όλ” αυτά, η φήμη πως στο όμορφο χωριό της Κυνουρίας
παρουσιάστηκε ο Άγιος Παντελεήμονας, απλώθηκε γρήγορα σε όλη την τότε Ελλάδα.
Όπως ήταν επόμενο, όσοι έπασχαν από τα μάτια τους, τ” αφτιά
τους, τα πόδια τους και από ένα σωρό άλλες ασθένειες, παράτησαν τα σπίτια τους
και τις δουλειές τους και ξεκίνησαν να πάνε στο Άστρος, με την ελπίδα ότι θα
γίνουν καλά.
Κι ήταν τόσοι πολλοί αυτοί οι ανάπηροι, ώστε από τα διάφορα
χωριά που περνούσαν, έλεγαν οι άλλοι που τους έβλεπαν: «Κουτσοί, στραβοί, στον
Άγιο Παντελεήμονα»
Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά
Οι Ενετοί, που άλλοτε κυριαρχούσαν στις θάλασσες,
εγκαινίασαν πρώτοι τα ιστιοφόρα μεταγωγικά, όταν ήθελαν να μεταφέρουν το στρατό
τους.
Τα καράβια αυτά ήταν ξύλινα και πελώρια και είχαν σχήμα
αχλαδιού.
Έσερναν δε τις περισσότερες φορές πίσω τους ένα μικρό
καραβάκι, που έβαζαν μέσα τον οπλισμό και τα πολεμοφόδια, όπως ακόμα τρόφιμα
και διάφορα πολεμικά σύνεργα. Οι Έλληνες τα είχαν βαφτίσει αχλάδες από το σχήμα
τους.
Έτσι όταν καμιά φορά στο πέλαγος παρουσιαζότανε κανένα
άγνωστο καράβι, οι νησιώτες ( βιγλάτορες) ανέβαιναν πάνω στους βράχους και
απ’εκεί παρακολουθούσαν με αγωνία τις κινήσεις του. Αν ήταν απλώς ιστιοφόρο,
δεν ανησυχούσαν τόσο, γιατί υπήρχε πιθανότης να συνεχίσει αλλού τον δρόμο του.
Αν όμως ήταν «Αχλάδα» τους έπιανε πανικός, γιατί
καταλάβαιναν ότι σε λίγο θ’άρχιζαν μάχες, πολιορκίες, πείνες και θάνατοι.
Έφευγαν τότε για να πάνε να ετοιμάσουν την άμυνα τους. Από στόμα σε στόμα
κυκλοφορούσε η φήμη ότι η «Αχλάδα» έχει πίσω την ουρά.
Με την ουρά εννοούσαν το καραβάκι που έσερνε το μεταγωγικό.
Άρα επίθεση. Και έλεγαν: «Πίσω έχει η Αχλάδα την ουρά», τι θα γίνει;
Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του
Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην
Ελλάδα, ώστε όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό. Για τη φοβερή
αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά:
«Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά καί άνισοι. Εκτός
της δέκατης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, έκαστη οικογένεια
κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης
καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων καφτανίων, καρφοπετάλλων και άλλων εκτάκτων.
Ενώ δε ούτο βαρείς καθ” εαυτούς ήσαν οί επιβληθέντες φόροι,
έτι βαρυτέρους και αφορήτους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία
των αποσταλλομένων πρός τούτο υπαλλήλωνη εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο απί
των ραγιάδων (υπόδουλος-τουρκ.raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε
τα μαλλιά της κεφαλής του»
Πράσσειν άλογα
Όταν κάποιος σε μία συζήτηση μας λέει πράγματα με τα οποία
διαφωνούμε ή μας ακούγονται παράλογα, συνηθίζουμε να λέμε: «Μα τί είναι αυτά
που μου λες? Αυτά είναι αηδίες και πράσσειν άλογα!».
Το «πράσσειν άλογα» λοιπόν, δεν είνα πράσινα άλογα όπως
πιστεύει πολύς κόσμος, όπως τα μικρά μου πόνυ, αλλά αρχαία ελληνική
έκφραση.Προέρχεται εκ του ενεργητικού απαρέμφατου του ρήματος «πράττω» ή/και
«πράσσω» (τα δύο τ, αντικαθίστανται στα αρχαία και από δύο σ), που είναι το
«πράττειν» ή/και «πράσσειν» και του «άλογο» που είναι ουσιαστικά το ουσιαστικό
«λόγος»=λογική (σε μία από τις έννοιες του) με το α στερητικό μπροστά.
Α-λογο=παράλογο =Πράσσειν άλογα, το να κάνει κανείς παράλογα πράγματα
Σαρδάμ
Η λέξη δεν έχει ετυμολογική ρίζα, αλλά προέρχεται από τον
αναγραμματισμό του επιθέτου Μάνδρας. Ο Αχιλλέας Μάνδρας, ηθοποιός – σκηνοθέτης,
γεννήθηκε το 1875 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν ο πρώτος που γύρισε η ελληνική
κινηματογραφική ταινία.
Επειδή έκανε πολλά μπερδέματα την ώρα που έπαιζε, σκέφθηκε
να τα ονοματίσει. Έτσι αναγραμμάτισε το επώνυμό του και μας έδωσε μια καινούρια
λέξη. Την καλλιτεχνική λέξη «Σαρδάμ»
Είμαστε για τα πανηγύρια
Στην Κόρινθο, που ήταν πλούσια πόλη, γίνονταν δύο πανηγύρια,
για εμπόρους απ” όλο τον κόσμο. Το καθένα είχε διάρκεια ενάμιση μήνα. Όταν την
κατέκτησαν οι Φράγκοι, αυτά συνεχίστηκαν. Όσοι συμμετείχαν σ” αυτά σαν να μην
τρέχει τίποτα, έλεγαν, όταν τους ρωτούσαν, που πάνε : « είμαστε για τα
πανηγύρια » . Έκφραση που σήμερα επικρατεί για όσους δεν έχουν επίγνωση της
σοβαρότητας μιας κατάστασης
Τι καπνό φουμάρεις
Συχνά, για κάποιον που δεν ξέρουμε τι είναι, ρωτάμε συνήθως
: « τι καπνό φουμάρει; ». Η φράση αυτή δεν προέρχεται, όπως νομίζουν πολλοί,
από τη μάρκα των τσιγάρων που καπνίζει, αλλά κρατάει από τα βυζαντινά ακόμη
χρόνια, ίσως και πιο παλιά. Η λέξη « καπνός » έχει εδώ την αρχαία σημασία της
εστίας, δηλαδή, του σπιτιού.
Ο ιστορικός Π. Καλλιγάς λέει κάπου : «Οι φορατζήδες έμπαιναν
εις τας οικίας των εντόπιων και ερωτούν «τι καπνό φουμάρει εδώ; Κατά την
απόκριση δε έβανον τον αναλογούντα φόρον». Όταν, λοιπόν, την εποχή εκείνη
έλεγαν « καπνό », εννοούσαν σπίτι
Έβγαλε την μπέμπελη
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η
λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη). Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη»,
σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την
πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει
να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να
«χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη)
Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε
Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν
τόσα μαρτύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τούς βάφτισαν «Σκυλόφραγκους».
Ό,τι είχαν και δεν είχαν, τούς το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το
αλεύρι, που τούς ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Κάποτε σ” ένα χωριουδάκι της Πάτρας μπήκαν μερικοί
στρατιώτες σ” ένα μύλο και απαίτησαν από τον μυλωνά να τους αλέσει όλο το
σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα τού πλήρωναν τ” αλεστικά.
Ο μυλωνάς ονομαζόταν Γιάννης Ζήσιμος, κι ήταν γνωστός για
την παλικαριά του και την εξυπνάδα του. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να
τού αρπάξουν το βιος του με το έτσι το θέλω, φούντωσε ολόκληρος.
Συγκρατήθηκε, όμως, και δικαιολογήθηκε ότι δεν μπορεί μόνος
του ν” αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι. Οι στρατιώτες τού είπαν τότε ότι θα τον
βοηθούσαν αυτοί. Ο Ζήσιμος τούς πέρασε στον μύλο και τούς είπε δήθεν ευγενικά:
«Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε».
Ύστερα τούς κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο. Εκεί τούς
έκαψε όλους σαν ποντίκια κι αυτός εξαφανίστηκε.
Του έψησε το ψάρι στα χείλη
Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη
όλες τις μέρες της Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο
ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά.
Στα μοναστήρια, όμως, ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί
καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές
κρυφές.αμαρτίες κι έτρωγαν αβγά ή έπιναν γάλα.
Αν τύχαινε, όμως, κανένας απ” αυτούς να πέσει στην αντίληψη
των άλλων -ότι είχε σπάσει δηλαδή τη νηστεία του- καταγγελλόταν αμέσως στο
ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές. Κάποτε λοιπόν,
ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που
ήταν κοντά στο μοναστήρι.
Το αμάρτημά του θεωρήθηκε φοβερό. Το ηγούμενο συμβούλιο τον
καταδίκασε τότε στην εξής τιμωρία: Διάταξε και του γέμισαν το στόμα με αναμμένα
κάρβουνα και κει πάνω έβαλαν ένα ωμό ψάρι, για να ψηθεί! Το γεγονός αυτό το
αναφέρει ο Θεοφάνης. Φυσικά ο καλόγερος πέθανε έπειτα από λίγο μέσα σε
τρομερούς πόνους. Αλλά ωστόσο έμεινε η φράση «Μου έψησε το ψάρι στα χείλη» ή
«Του έψησε το ψάρι στα χείλη»
Μας άλλαξαν τα φώτα
Μια παράξενη συνήθεια στην Αγγλία ήταν να κατραμώνουν τους
λαθρέμπορους. Τους κρεμούσαν στις ακτές της θάλασσας, τους άλειβαν με πίσσα και
τους άφηναν εκεί να αιωρούνται βδομάδες, μήνες και χρόνια, καμιά φορά.
Έβαζαν δε τις κρεμάλες σε απόσταση πάνω στους βράχους της
παραλίας. Αυτή η απάνθρωπη συνήθειο κράτησε ως τα τελευταία, σχεδόν, χρόνια.
Στα 1822, έβλεπε κανείς στον πύργο του Δούβρου τρεις τέτοιους κρεμασμένους. Η
Αγγλία έκανε τα ίδια με τους κλέφτες, τους εμπρηστές και τους δολοφόνους.
Ο Τζον Πέιvτερ, που έβαλε φωτιά στα ναυτομάγαζα του
Πόρτσμουθ, κρεμάστηκε και κατραμώθηκε στα 1776. Ο αβάς Κόγερ τον ξαναείδε στα
1777. Ο Πέιντερ ήταν αλυσοδεμένος και κρεμασμένος πάνω από τα ερείπια που είχε
προξενήσει ο ίδιος, τον φρεσκοπίσσωναν δε από καιρό σε καιρό, για να
διατηρείται. Τέλος, τον αντικατέστησαν ύστερα από τέσσερα χρόνια.
Με τον ίδιο τρόπο οι Βυζαντινοί τιμωρούσαν πολλούς
εγκληματίες, που έκαναν, όμως και χρέη φαναριών! Τους έβαζαν, δηλαδή, φωτιά στα
πόδια και τους άφηναν να καίγονται σαν λαμπάδες.
Και φαίνεται πως οι δολοφόνοι ήταν πολλοί την εποχή εκείνη,
αφού για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα φώτιζαν τον Κεράτιο κόλπο. Αργότερα,
όμως, τους αντικατέστησαν με αληθινούς πυρσούς. Αυτοί ωστόσο, που ήθελαν να
καίγονται οι εγκληματίες, έλεγαν δυσαρεστημένοι: «Μας άλλαξαν τα φώτα»
Ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε
Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του
Κολοκοτρώνη -που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό, για να βαφτίσει
το μωρό του.
Ο Νικηταράς τού παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το
βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν τ” όνομά
του, δηλαδή Θεόδωρο. Ο θρυλικός Γέρος του Μοριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως
θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγον καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες.
Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατόρθωσε να
πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.
Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε
την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο
σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμμιά προετοιμασία για
βάφτιση.
Τι είχε συμβεί: Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της
να γεννήσει. Επειδή όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα
στρατηγικά του καθήκοντα και πως θ” αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφτεί
-οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί- τού παράγγελνε και τού ξαναπαράγγελνε
προκαταβολικά για τη βάφτιση.
Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την.απολογία του Νικηταρά,
ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε: – Ωχού! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και
Γιάννη τον βαφτίσανε!
Αλά μπουρνέζικα
Μπουρνέζικα, λοιπόν, είναι η γλώσσα που θα μιλούσαν σε
κάποιο τόπο ή και θα μιλάνε ακόμα, γιατί ο τόπος αυτός πράγματι υπάρχει. Είναι
σε μια περιοχή του Σουδάν, όπου ζει η φυλή Μπουρνού.
Η γλώσσα αυτή ήρθε στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821,
με την φυλή των Μπουρνού η οποία αποτελούσε τμήμα του εκστρατευτικού σώματος
του Αιγύπτιου στρατηγού Ιμπραήμ. Καθώς η αραβική γλώσσα είναι αρκετά δύσκολη
και μάλιστα στις διαλέκτους της, σε μας τους Έλληνες, λοιπόν δίκαια, όσα θ”
ακούγαμε από αυτούς, θα φαίνονταν «αλά μπουρνέζικα», δηλαδή ακατανόητα.
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει
Ανάμεσα στα παλικάρια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε
ένας Τριπολιτσιώτης, ο Γιάννης Θυμιούλας, που είχε καταπληκτικές διαστάσεις:
Ήταν δυο μέτρα ψηλός, παχύς και πολύ δυνατός (λέγεται ότι με
το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει και άλογο). Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά
του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ.
Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε
στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, τρόμαζε στη θέα του.
Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά
τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον δανείσει! Κάποτε
ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη
σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα
αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο
Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα.
Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε
να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το
χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει
ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, προκλήθηκε
πανικός και τελικά τρόμαξε και το “βαλε στα πόδια.
Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ” ένα
ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του
έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι.
Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει.
Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ρώτησε
να μάθει, τι συμβαίνει. – Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο προεστός
του χωριού. Όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το
περιστατικό. Παραπλήσια είναι και η αρχαιότερη έκφραση: «Αυτός αυτόν αυλεί»
Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου
Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που
ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης. Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο,
αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί
κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν
ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη. Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο
καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε. Οι
Κρητικοί άρχισαν ν” απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος
του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση.
Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν,
λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του
έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου!».
Τα βρήκε μπαστούνια
Η προέλευση της φράσης ανάγεται σε ένα πραγματικό γεγονός,
που έλαβε χώρα κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα και πιο
συγκεκριμένα από μια μονομαχία. Εκατό χρόνια μετά το πάρσιμο του φρουρίου της
Ακροκορίνθου από το Λέοντα το Σγουρό, οι Φράγκοι γιόρτασαν στην Κόρινθο με
μεγάλη τελετή αυτή την επέτειο.
Οι ευγενείς έκαναν ιππικούς αγώνες κάτω από τα βλέμματα των
ωραίων γυναικών. Νικητές ξεχώρισαν δυο: Ο Ελληνογάλλος δούκας των Αθηνών
Γουίδος -μόλις 20 χρονών- και ο Νορμανδός Μπουσάρ, φημισμένος καβαλάρης και
οπλομάχος. Εκείνη την ημέρα κάλεσε σε μονομαχία ο «Μπάιλος» του Μορέα, Νικόλαος
Ντε Σαιντομέρ, τον παλατίνο της Κεφαλλονιάς Ιωάννη, που φοβήθηκε τη δύναμη του
αντιπάλου του κι αρνήθηκε να χτυπηθεί με την πρόφαση ότι το άλογό του ήταν
αγύμναστο.
Αλλά ο Μπουσάρ τον ντρόπιασε μπροστά σε όλους, γιατί ανέβηκε
πάνω σ” αυτό το ίδιο το άλογο κι έκανε τόσα γυμνάσματα, ώστε να κινήσει το
θαυμασμό των θεατών. Ύστερα, καλπάζοντας γύρω από την κονίστρα, φώναξε δυνατά:
«Να το άλογο που μας παρέστησαν αγύμναστο».
Αυτό βέβαια, ήταν αρκετό για να προκαλέσει το θανάσιμο μίσος
του Ιωάννη, ο οποίος έστειλε κρυφά έναν υπηρέτη του για να αλλάξει τα δυο ξίφη
του Μπουσάρ με δυο πανομοιότυπα, αλλά ξύλινα, αυτά δηλαδή που είχαν για να
γυμνάζονται οι αρχάριοι. Τα ξύλινα αυτά ξίφη τα ονόμαζαν «μπαστέν» και οι
Έλληνες τα έλεγαν «μπαστούνια».
Όταν ο υπηρέτης κατάφερε να τα αλλάξει, ο Ιωάννης κάλεσε τον
Μπουσάρ αμέσως σε μονομαχία. Ανύποπτος εκείνος τράβηξε το πρώτο ξίφος του και
το βρήκε ξύλινο. Τραβά και το δεύτερο, κι αυτό «μπαστούνι». Και τα δυο τα βρήκε
«μπαστούνια». Ο Ιωάννης κατάφερε τότε να τον τραυματίσει θανάσιμα στο στήθος.
Από τότε έμεινε η φράση: «Τα βρήκε μπαστούνια» και φυσικά δεν έχει σχέση με τα
τραπουλόχαρτα ή τα μπαστούνια που γνωρίζουμε
Άλλος πλήρωσε τη νύφη
Στην παλιά Αθήνα του 1843, επρόκειτο να συγγενέψουν με γάμο
δύο αρχοντικές οικογένειες: Του Γιώργη Φλαμή και του Σωτήρη Ταλιάνη. Ο Φλαμής
είχε το κορίτσι και ο Ταλιάνης το αγόρι.
Η εκκλησία, που θα γινόταν το μυστήριο, ήταν η Αγία Ειρήνη
της Πλάκας. Η ώρα του γάμου είχε φτάσει και στην εκκλησία συγκεντρώθηκαν ο
γαμπρός, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Μόνο η νύφη έλειπε.
Τι είχε συμβεί; Απλούστατα. Η κοπέλα, που δεν αγαπούσε τον
νεαρό Ταλιάνη, προτίμησε ν΄ ακολουθήσει τον εκλεκτό της καρδιάς της, που της
πρότεινε να την απαγάγει. Ο γαμπρός άναψε από την προσβολή, κυνήγησε την άπιστη
να την σκοτώσει, αλλά δεν κατόρθωσε να την ανακαλύψει. Γύρισε στο σπίτι του
παρ΄ ολίγο πεθερού του και του ζήτησε τα δώρα που είχε κάνει στην κόρη του.
Κάποιος όρος όμως στο προικοσύμφωνο έλεγε πως οτιδήποτε κι
αν συνέβαινε προ και μετά το γάμο μεταξύ γαμπρού και νύφης «δέ θά ξαναρχούτο
τση καντοχή ουδενός οι μπλούσιες πραμάτιες καί τα τζόβαιρα όπου αντάλλαξαν οι
αρρεβωνιασμένοι».
Φαίνεται δηλαδή, ότι ο πονηρός γερο-Φλαμής είχε κάποιες
υποψίες από πριν, για το τι θα μπορούσε να συμβεί, γι” αυτό έβαλε εκείνο τον
όρο. Κι έτσι πλήρωσε ο φουκαράς ο Ταλιάνης τα δώρα του άλλου. Από τότε οι
παλαιοί Αθηναίοι, όταν γινόταν καμιά αδικία σε βάρος κάποιου, έλεγαν ότι «άλλος
πλήρωσε τη νύφη» κι έμεινε η φράση έως και σήμερα
Του Κουτρούλη ο Γάμος
«Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» ή «Έγινε του Κουτρούλη το
πανηγύρι» λέμε οι νεότεροι Έλληνες όταν πρόκειται για θορυβώδη συνάθροιση ή
μεγάλη ακαταστασία. Ποιος είναι όμως αυτός ο Κουτρούλης και γιατί ο γάμος του
να γίνει παροιμιώδης;
Ο καβαλλάριος (ιππότης) Ιωάννης ο Κουτρούλης, που πιθανώς
ζούσε στη Μεθώνη, συγκατοίκησε με γυναίκα που είχε φύγει από το συζυγικό σπίτι
μετά από σκάνδαλο, όπως φαίνεται. Η μη νόμιμη αυτή συγκατοίκηση τράβηξε την προσοχή
της εκκλησίας, η οποία αφόρισε τη γυναίκα.
Πέρασαν εν τω μεταξύ δεκαεφτά χρόνια, και ο Κουτρούλης, μη
εννοώντας να απομακρυνθεί από τη γυναίκα, πάντοτε προσπαθούσε να του επιτραπεί
να την παντρευτεί νόμιμα. Πόσο μεγάλο θα ήταν το σκάνδαλο, και επομένως πόσο
γνωστό στη μικρή κοινωνία της Μεθώνης, ο καθένας το φαντάζεται.
Ο νόμιμος και πρώτος σύζυγος που αντιδρούσε, για δεκαεφτά
χρόνια βασάνιζε τον Κουτρούλη. Τα πράγματα όμως μεταβλήθηκαν το Μάιο του 1394.
Ο Πατριάρχης Αντώνιος ο Δ’, στον οποίο η αφορισθείσα παρουσίασε διαζύγιο που
είχε γίνει επί του εν τω μεταξύ αποθανόντος επισκόπου Μεθώνης Καλογεννήτου, με
το οποίο ο γάμος θεωρούνταν νομίμως διαλελυμένος, αναγνώρισε το δίκιο της και
με γράμματά του και προς τον μητροπολίτη Μονεμβασίας και τον επίσκοπο Μεθώνης
επίτρεψε την με τις ευχές της εκκλησίας τέλεση του γάμου, εάν όμως
αποδεικνυόταν ότι ο Κουτρούλης δεν είχε καμιά ιδιαίτερη σχέση με τη γυναίκα, με
την οποία συγκατοικούσε, για όσο αυτή ζούσε με τον πρώτο σύζυγό της.
Τι αποδείχτηκε δεν ξέρουμε. φαίνεται όμως ότι η ανάκριση των
ιεραρχών πιστοποίησε την αθωότητα του Κουτρούλη και έτσι ο γάμος έγινε. Αν θα
γίνει ή όχι ο γάμος, συζητιόταν για δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια, και όταν
επιτέλους έγινε, έγινε το ζήτημα της ημέρας.
Στα στόματα των γυναικών και των περιέργων θα περιφερόταν
αναμφίβολα η φράση «’Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος», όπου όλη η σπουδαιότητα
έπεφτε στο ρήμα «έγινε». Κατά το γάμο ωστόσο, που μάλλον πανηγύρι ήταν, είναι
φυσικό να έγινε έκτακτο και εξαιρετικό γλέντι, αφενός μεν σε πείσμα του πρώτου
συζύγου, αφετέρου δε για ικανοποίηση του πολύπαθου και καταξοδεμένου δεύτερου
συζύγου, ο οποίος δεν ήταν κάποιος άγνωστος, ήταν ο εξαιτίας των γεγονότων
διαβόητος καβαλλάριος Ιωάννης Κουτρούλης.
Στη φράση κατόπιν «Έγινε του Κουτρούλη ο γάμος» τονιζόταν
όχι πλέον η λέξη «έγινε», αλλά η γενική «του Κουτρούλη», η οποία έγινε συνώνυμη
με το «θορυβωδώς» και η οποία είναι σήμερα η ιδιαίτερη λέξη όλης της φράσης. Η
φράση έγινε ευρύτατα γνωστή στα νεότερα χρόνια και μέσα από το ομώνυμο σατιρικό
θεατρικό έργο του Αλέξανδρου Ρίζου-Ραγκαβή (1845), με το οποίο σατιρίζει και
στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη της εποχής του Όθωνα.
Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς
Στους χρόνους του Όθωνα, υπήρχε ένας γνωστός κουρελιάρης
τύπος: Ο Μανώλης Μπατίνος. Δεν υπήρχε κανείς στην Αθήνα που να μην τον
γνωρίζει, μα και να μην τον συμπαθεί. Οι κάτοικοι του έδιναν συχνά κανένα
παντελόνι ή κανένα σακάκι, αλλά αυτός δεν καταδέχονταν να τα πάρει, γιατί δεν
ήταν ζητιάνος. Ήταν.ποιητής, ρήτορας και φιλόσοφος (έτσι πίστευε).
Στεκόταν σε μια πλατεία και αράδιαζε ότι του κατέβαινε.
Κάποτε λοιπόν έτυχε να περάσει από εκεί ο Ιωάννης Κωλέττης. Ο Μανώλης Μπατίνος
τον πλησίασε και τον ρώτησε, αν έχει το δικαίωμα να βγάλει λόγο στη Βουλή. Ο
Κωλέττης του είπε ότι θα του έδινε ευχαρίστως άδεια αν πέτουσε απο πάνω του τα
παλιόρουχα που φορούσε κι έβαζε άλλα. Την άλλη μέρα ο Μανώλης παρουσιάστηκε
στην πλατεία με τα ίδια ρούχα, αλλά τα είχε γυρίσει ανάποδα και φορούσε τα μέσα
έξω.
Ο κόσμος τον κοιτούσε έκπληκτος. Και τότε άκουσε αυτούς τους
στίχους απο το στόμα του Μανώλη Μπατίνου: «Άλλαξε η Αθήνα όψη, σαν μαχαίρι
δίχως κόψη, πήρε κάτι απ” την Ευρώπη και ξεφούσκωσε σαν τόπι. Άλλαξαν χαζοί και
κούφοι και μας κάναν κλωτσοσκούφι. Άλλαξε κι ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του
αλλιώς».
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος
Οι Φαραώ είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους
χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε κι εμείς σήμερα. Οι
αρχαίοι, τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Θεωρούσαν
μάλιστα, πως όταν ένας γάιδαρος γκάριζε, προτού αρχίσει μια μάχη, οι Θεοί τους
προειδοποιούσαν για την νίκη.
Ήταν δηλαδή ένας καλός οιωνός. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν
να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν τόσο βέβαιος για το
αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε να αναβάλει για
λίγες μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν
υποσχεθεί οι Αθηναίοι.
Πάνω όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά
το γκάρισμα ενός γαϊδάρου απ” το στρατόπεδό του. – Κατά φωνή κι ο γάιδαρος!
αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Έτσι διέταξε ν” αρχίσει η επίθεση, με την
οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν
βλέπουμε ξαφνικά κάποιον γνωστό ή φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα
Ίσως η χαρακτηριστικότερη πρόταση για την περιγραφή της
ασυναρτησίας. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες, η πραγματική μορφή της φράσης
είναι: «Από την Πόλη έρχομαι και στην κορφή καν” έλα», που σημαίνει: έρχομαι
από την Κωνσταντινούπολη και σε προσκαλώ να έρθεις στην κορυφή.
Αποτελούσε μήνυμα των Σταυροφόρων, όταν επέστρεφαν από την
κατακτημένη πλέον Κωνσταντινούπολη και καθόριζαν ως σημείο συνάντησης τους την
κορυφή του λόφου. Όσο για την συνέχεια της φράσης. «και βγάζω το καπέλο μου να
μη βραχεί η ομπρέλα μου», φαίνεται ότι αποτελεί νεότερη προσθήκη όσων δεν
μπορούσαν να καταλάβουν τι σχέση είχε η Πόλη με την κανέλα
Δε χαρίζω κάστανα
Στα 1826 ο Ιμπραήμ έστειλε κατασκόπους του στην απόρθητη
Μάνη, ντυμένους καστανάδες. Αυτοί για να πληροφορηθούν από τις γυναίκες και τα
παιδιά που βρίσκονταν οι άντρες τους, άρχισαν να χαρίζουν τα κάστανα αντί να τα
πουλάνε. Υποψιασμένοι οι ντόπιοι τους έπιασαν και τους ανάγκασαν να πουν την
αλήθεια. Όταν οι κατάσκοποι ρώτησαν για την τύχη τους, οι Μανιάτες αποκρίθηκαν:
«Εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα», δηλαδή θα σας τιμωρήσουμε
Να μένει το βύσσινο
Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και
1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να
μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ” ένα καφενείο μεταξύ
ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.
Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που
συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει
το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε
διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως
δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!»
Σπουδαία τα λάχανα
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα
λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την
δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία.
Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά. Προήλθε από το εξής περιστατικό: Σε κάποιο
χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη
«δεκάτη».
Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών
χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν
τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα.
Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να
φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα»,
όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.
ΠΗΓΗ
Sunday, September 15, 2013
Saturday, September 14, 2013
Το πείραμα του Wörgl , μια ιστορία σαν παραμύθι
Το Wörgl (Βεργκλ) ήταν μια μικρή πόλη 4.500 κατοίκων στην
Αυστρία όπου διεξήχθη ένα καινοτόμο οικονομικό πείραμα το 1932.
Ήδη η Ευρώπη είχε χτυπηθεί από το κραχ του 1929, και το 1931
που εκλέχτηκε Δήμαρχος ο Michael Untergüggenberger (Μίκαελ
Ούντεργκέγκενμπέργκερ) ήδη είχε έλθει η ύφεση με 30% ανεργία, και 10% άπορους.
Ο νέος Δήμαρχος προερχόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια, ο ίδιος κατόρθωσε να
μορφωθεί μόνος του και να γίνει μηχανικός στους σιδηροδρόμους.
Αν και ο ίδιος δεν ήταν μαρξιστής, είχε συνδικαλιστική δράση
και υποστήριζε τα συμφέροντα των εργαζομένων ενάντια των πλουσίων επενδυτών του
σιδηροδρόμου, πράγμα που το πλήρωσε με την μη προσωπική του άνοδο στην ανώτερη
ιεραρχία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Ήταν ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος,
πρακτικός, εργατικός, δραστήριος που κέρδισε την καρδιά των συμπολιτών του, οι
οποίοι τον εμπιστεύτηκαν στη θέση του Δημάρχου, γνωρίζοντας ότι δεν θα τους
προδώσει.
Ο νέος δήμαρχος είχε έναν μακρύ κατάλογο έργων που ήθελε να
εκτελέσει. Έργα απολύτως απαραίτητα όπως η ύδρευση της πόλης, η ασφαλτόστρωση
των δρόμων, ο οδικός φωτισμός και η φύτευση δέντρων κατά μήκος των οδών. Αλλά
τα δημοτικά ταμεία ήταν σχεδόν άδεια, και οι δημότες ήταν ήδη σε δεινή
οικονομική κατάσταση, αντιμετωπίζοντας αρκετοί από αυτούς πρόβλημα επιβίωσης. Ο
Δήμαρχος καταλάβαινε ότι μία αύξηση της φορολογίας τους, προκειμένου να
χρηματοδοτηθούν τα δημοτικά έργα, θα οδηγούσε σε περαιτέρω φτώχεια και ύφεση.
Ο Δήμαρχος όμως είχε μελετήσει το βιβλίο «Η Φυσική Τάξη» του
οικονομολόγου Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ). Ο οποίος πίστευε ότι η αργή
κυκλοφορία του χρήματος είναι η κύρια αιτία για την παραπαίουσα οικονομία.
Το χρήμα ως μέσο συναλλαγής ολοένα εξαφανίζεται από τα χέρια
των εργατών – παραγωγών και μαζεύεται στα χέρια των λίγων που το συσσωρεύουν,
εκμεταλλεύονται τους τόκους, και δεν το επιστρέφουν πίσω στην αγορά. Κατ΄ αυτόν
δηλαδή, όσο περισσότερο χρήμα είχαν, όσο περισσότεροι άνθρωποι, οι οποίοι το
κυκλοφορούν συνεχώς, τότε η Κοινωνία θα έχει υγιή ανάπτυξη και ευημερία.
Ο Δήμαρχος βάζοντας σε εφαρμογή την παραπάνω θεωρία,
ξεκίνησε το πρόγραμμα των Δημοτικών του έργων, δίνοντας δουλειά σε πολλούς
εργαζόμενους και εργολάβους, ξεκαθαρίζοντας όμως ότι η πληρωμή τους θα γινόταν
με σελίνια (το νόμισμα της Αυστρίας) όχι εκτυπωμένα από την Εθνική Τράπεζα της,
αλλά από τον Δήμο του Wörgl.
Όντως εκτυπώθηκαν και τέθηκαν σε κυκλοφορία 32.000 σελίνια
ως "Γραμμάτια Πιστοποίησης Εργασίας", κάτι σαν ένα δωρεάν χρήμα,
διότι δεν είχαν αντίκρισμα σε χρυσό, απλά αναγνώριζαν την παροχή έργου προς την
Κοινότητα. Κόπηκαν χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας στα 1, 5 και 10 σελίνια.
Τα χρήματα του Wörgl
Στις 31 Ιουλίου 1932 δόθηκαν τα πρώτα 1.800 Σελίνια για να
πληρωθούν οι μισθοί των εργαζομένων, και η αξία των υλικών που αναλώθηκαν τον
πρώτο μήνα στα δημοτικά έργα.
Οι άνθρωποι που πήραν αυτά τα νέα σελίνια, μπορούσαν να
πληρώσουν τους δημοτικούς τους φόρους, αλλά και να αγοράσουν ψωμί.
Ο αρτοποιός
παίρνοντας αυτά τα σελίνια μπορούσε να αγοράζει αλεύρι από τον μυλωνά. Ο
μυλωνάς αγόραζε σιτάρι από τον γεωργό. Ο γεωργός αγόραζε εργαλεία από τον
σιδερά. Ο σιδεράς αγόραζε παπούτσια από τον τσαγκάρη. Ο τσαγκάρης πλήρωνε τον
δάσκαλο που έκανε μάθημα στα παιδιά του. Ο δάσκαλος αγόραζε ψωμί στον αρτοποιό.
Και ο κύκλος κυκλοφορίας του χρήματος επαναλαμβανότανε συνεχώς και καθημερινά,
σε τέτοιο σημείο ώστε ήδη την τρίτη μέρα, ο κύκλος εργασιών ολόκληρης της πόλης
να είναι παραπάνω από 10πλάσιος από τα 1.800 σελίνια που δόθηκαν στη κυκλοφορία
σε σημείο το να υποπτεύονται κάποιοι ότι κάποια σελίνια είχαν πλαστογραφηθεί.
Ο Δήμαρχος όμως είχε εφαρμόσει μία πρόσθετη μέθοδο για να
κάνει το χρήμα να αλλάζει συνεχώς χέρια με μεγάλη ταχύτητα: Τα χρήματα του
Wörgl έχαναν το 1% της ονομαστικής τους αξίας κάθε μήνα.
Για να αποφευχθεί αυτή η υποτίμηση ο ιδιοκτήτης του
γραμματίου το δαπανούσε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ειδάλλως, την πρώτη μέρα
του επόμενου μήνα, έπρεπε να αγοράσει ένα κουπόνι σαν γραμματόσημο, με αξία το
1% της ονομαστικής αξίας και να το κολλήσει στο χαρτονόμισμα. Υπήρχε δηλαδή μία
λειτουργία αντίθετη από τον τοκισμό, που επέτρεπε στο χρήμα να κυκλοφορεί
συνεχώς.
Ο Δήμαρχος φυσικά δεν μπορούσε να προσλάβει όλους τους
ανέργους της πόλης για τα δημοτικά έργα. Με την αύξηση του κύκλου εργασιών της
πόλης όμως, ο αρτοποιός για παράδειγμα δεν προλάβαινε μόνος του να βγάζει τα
ψωμιά που του ζητούσαν, υποχρεώθηκε λοιπόν να προσλάβει έναν βοηθό, τον οποίον
πλήρωνε με τα σελίνια του Δήμου.
Το ίδιο κάνανε και οι υπόλοιποι επαγγελματίες. Οι βοηθοί που
προσλήφθηκαν όμως διευρύνανε την αγοραστική δύναμη της πόλης και έτσι οι
επαγγελματίες είχαν να αντιμετωπίσουν μία περαιτέρω αύξηση της ζήτησης, σε
σημείο που κανένας κάτοικος της πόλης να είναι άνεργος, αλλά αντίθετα να
υπάρχουν παντού αγγελίες ζήτησης προσωπικού.
Έτσι το σύστημα αρχίζει να αποκτάει μία δυναμική μορφή, και
οι άνεργοι από τα γύρω χωριά έρχονται για να δουλέψουν στο Wörgl, επίσης οι
παραγωγοί από τα γύρω χωριά που είχαν τα προϊόντα τους απούλητα (διότι μέχρι
τώρα κανείς δεν είχε χρήματα για να τα αγοράσει) επιτέλους βρήκαν αγοραστές στο
Wörgl, αλλά με τους νέους επισκέπτες διευρύνεται ακόμα περαιτέρω η αγοραστική
δύναμη, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται και η παραγωγική δραστηριότητα.
Οι ξένοι εργάτες παίρνοντας τα σελίνια του Wörgl, δυνάμωναν
και τις δικές τους τοπικές οικονομίες, επεκτείνοντας την ανάπτυξη στα γύρω
χωριά, αλλά το ίδιο το Wörgl έβγαινε αλώβητο, από αυτή την έξοδο του χρήματος.
Ο Δήμαρχος είχε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα: Ήταν αυτός που εκτύπωνε το χρήμα.
Δεν ήταν ένας ιδιώτης τραπεζίτης με σκοτεινά συμφέροντα κυριαρχίας από πίσω
του, αλλά ένας άνθρωπος στην υπηρεσία των πολιτών.
Η πίσω όψη κάθε
γραμματίου περιείχε αυτολεξεί την ακόλουθη συγκινητική δήλωση, κάποια λόγια που
φαίνονται σαν να γράφτηκαν σήμερα, και όμως γράφτηκαν το 1932:
«Προς όλους τους ενδιαφερόμενους: Ο αργός ρυθμός που
κυκλοφορεί το χρήμα έχει προκαλέσει μια πρωτοφανή ύφεση του εμπορίου και βύθισε
εκατομμύρια ανθρώπους σε απόλυτη εξαθλίωση. Από οικονομικής απόψεως, η
καταστροφή του κόσμου άρχισε! -Είναι καιρός, με αποφασιστική και έξυπνη δράση,
να προσπαθήσουμε να συγκρατήσουμε την πτωτική βουτιά του εμπορίου και έτσι να σωθεί
η ανθρωπότητα από αδελφοκτόνους πολέμους, χάος και διάλυση. Οι άνθρωποι ζουν
μέσα από την ανταλλαγή υπηρεσιών τους. Η υποτονική κυκλοφορία έχει σταματήσει
σε μεγάλο βαθμό αυτή την ανταλλαγή και έτσι ρίχνονται εκατομμύρια άνθρωποι που
θέλουν να εργαστούν εκτός εργασίας -Πρέπει, συνεπώς, να αναβιώσουμε αυτή την
ανταλλαγή υπηρεσιών και έτσι οι άνεργοι να επιστρέψουν στην παραγωγική τάξη.
Αυτός είναι ο στόχος του πιστοποιητικού εργασίας που εκδίδεται από την αγορά
της πόλης του Wörgl: Να μειώσει τα βάσανα και το φόβο, να προσφέρει δουλειά και
ψωμί».
Η επιτυχία του Wörgl
Σε περίοδο 13 μηνών, ο Δήμαρχος εκτέλεσε όλα τα έργα που
είχε σχεδιάσει: Ύδρευση, δρόμοι, φωτισμός. Επίσης κατασκευάστηκαν νέα δημόσια
κτίρια, ένας ταμιευτήρας νερού, μία πίστα για σκι, και μια γέφυρα. Επίσης
έγιναν αναδασώσεις, γιατί αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι του τότε, που ζούσαν πιο
κοντά στη Φύση, το μελλοντικό κέρδος από την ύπαρξη των Δασών.
Σε έξι γειτονικά χωριά επεκτάθηκε το σύστημα με επιτυχία. Ο
Γάλλος πρωθυπουργός, Eduard Dalladier, έκανε μια ειδική επίσκεψη για να δει το
"θαύμα του Wörgl". Τον Ιανουάριο του 1933, το νέο οικονομικό σύστημα
επεκτείνεται στη γειτονική πόλη της Kirchbühl, και τον Ιούνιο του 1933, ο
Δήμαρχος του Wörgl συναντήθηκε με εκπροσώπους από 170 διαφορετικές πόλεις της
Αυστρίας που ενδιαφέρονταν για την γενικευμένη εφαρμογή του συστήματος και στις
πόλεις τους.
Η παρακάτω έκθεση συντάχθηκε από τον Claude Bourdet, έναν
αυτόπτη μάρτυρα Καθηγητή του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης:
«Επισκέφθηκα το Wörgl τον Αύγουστο του 1933, ακριβώς ένα
χρόνο μετά την έναρξη του πειράματος. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα
αποτελέσματα φτάνουν το θαύμα. Οι δρόμοι, περιβόητοι για την άθλια κατάσταση
τους, συναγωνίζονται τώρα την ιταλική Autostrade (Ιταλική Εθνική Οδό). Το
Συγκρότημα των Δημαρχιακών γραφείων έχει ανακαινιστεί όμορφα ως ένα γοητευτικό
σαλέ με ανθισμένες γλαδιόλες.
Μια νέα τσιμεντένια γέφυρα φέρει περήφανα την πλάκα:
"Χτισμένο με δωρεάν χρήματα το έτος 1933". Παντού βλέπει κανείς νέους
φανοστάτες στους δρόμους, καθώς και ένα δρόμο με το όνομά του Silvio Gesell. Οι
εργαζόμενοι στα πολλά εργοτάξια είναι όλοι ένθερμοι υποστηρικτές του συστήματος
του δωρεάν χρήματος. Στα καταστήματα τα γραμμάτια είναι αποδεκτά παντού,
παράλληλα με τα επίσημα χρήματα. Οι τιμές δεν έχουν αυξηθεί.
Κάποιοι υποστήριξαν ότι το σύστημα που πειραματίστηκε στο
Wörgl εμποδίζει την φορολογική ισότητα, γιατί ενεργεί σαν μία μορφή
εκμετάλλευσης του φορολογουμένου. Φαίνεται να υπάρχει ένα μικρό λάθος σε αυτό
τον τρόπο σκέψης. Ποτέ στο παρελθόν δεν είδε κανείς τους φορολογούμενους να μη
διαμαρτύρονται έντονα κατά την αφαίρεση των χρημάτων τους. Στο Wörgl κανείς δεν
διαμαρτύρονταν. Αντίθετα, οι φόροι (σε μορφή γραμματίων) καταβάλλονται εκ των
προτέρων στον Δήμο.
Οι άνθρωποι είναι ενθουσιασμένοι με το πείραμα και
διαμαρτύρονται στην Εθνική τους Τράπεζα η οποία αντιτίθεται στην έκδοση των
νέων αυτών χαρτονομισμάτων (των τοπικών γραμματίων). Είναι αδύνατο να αποδώσει
κανείς τη γενική βελτίωση του Wörgl μόνο στη «νέα μορφή των φόρων». Δεν μπορεί
κανείς παρά να συμφωνήσει με το Δήμαρχο ότι το νέο νόμισμα εκτελεί τη
λειτουργία του πολύ καλύτερα από το παλιό. Αφήνω στους ειδικούς για να
διαπιστωθεί αν υπάρχει πληθωρισμός, παρά την κατά 100% κάλυψη των βασικών
καταναλωτικών αγαθών. Παρεμπιπτόντως, αυξήσεις των τιμών, το πρώτο σημάδι του
πληθωρισμού, δεν εμφανίζονται.
Όσον αφορά την οικονομία, μπορούμε να πούμε ότι το νέο
νόμισμα ευνοεί την εξοικονόμηση κατά κυριολεξία και όχι την αποθησαύριση του
χρήματος. Δεδομένου ότι τα χρήματα χάνουν την αξία τους κρατώντας τα σπίτι,
μπορεί κανείς να αποφύγει την υποτίμηση αυτή επενδύοντάς τα σε μία τράπεζα
καταθέσεων. Το Wörgl έχει γίνει ένα είδος προσκυνήματος για τους
μακρο-οικονομολόγους από διάφορες χώρες. Ο καθένας μπορεί να τους αναγνωρίσει
αμέσως, από τις εκφράσεις τους, κατά τη συζήτηση τους στους όμορφους δρόμους
του Wörgl, ή ενώ κάθονται στα τραπέζια των εστιατορίων. Ο πληθυσμός του Wörgl
με χαρά, περήφανος για τη φήμη τους, τους καλωσορίζει θερμά.»
Το τέλος
Η Κεντρική Τράπεζα της Αυστρίας πανικοβλήθηκε, στο
ενδεχόμενο το πείραμα του Wörgl να επεκταθεί σε όλη την Αυστρία και αποφάσισε
να διεκδικήσει τα μονοπωλιακά δικαιώματα της, απαγορεύοντας δωρεάν νομίσματα. Η
υπόθεση έφτασε ενώπιον του Αυστριακού Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο επικύρωσε
το μονοπωλιακό δικαίωμα της Κεντρικής Τράπεζας για την έκδοση νομίσματος. Και
έγινε ποινικό αδίκημα η έκδοση "νομίσματος έκτακτης ανάγκης".
Το Wörgl γρήγορα επανήλθε στην ανεργία του 30%. Κοινωνική
αναταραχή εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Αυστρία, διότι οι απλοί άνθρωποι δεν
καταλαβαίνανε γιατί η Κυβέρνησή τους και η Δικαιοσύνη, που υποτίθεται ότι
εξυπηρετούν τα συμφέροντα των πολιτών, δεν τους αφήνει να εξασκούν τη
δοκιμασμένη λύση που βρήκανε στην αντιμετώπιση της ύφεσης, αλλά τους επιβάλει
τα δικά της μέτρα που αποδεδειγμένα όπως και πριν τους ξαναβύθισε στη φτώχεια
και την ανέχεια.
Το 1938 ο Χίτλερ προχώρησε στην προσάρτηση της Αυστρίας
(χωρίς να βρει την παραμικρή πολεμική αντίσταση) με έναν από τους λόγους για
αυτό, το ότι πολλοί άνθρωποι τον είδαν ως τον οικονομικό και πολιτικό σωτήρα
τους. Ακολούθησε ο Πόλεμος, και το πείραμα του Wörgl έμεινε στην Ιστορία.
Το πείραμα με τους δέκα πιθήκους, του Μίλγκραμ
Το πείραμα που ακολουθεί, με τους πιθήκους, είναι ένα από μια σειρά πειραμάτων του καθηγητή Μίλγκραμ.
"Σε ένα κλουβί που έχουμε κλεισμένους 10 πιθήκους, κρεμάμε ένα τσαμπί μπανάνες. Όλοι οι πίθηκοι τρέχουν να πιάσουν το τσαμπί. Ένας από τους πιθήκους, ο πιο γρήγορος, φτάνει πρώτος στο τσαμπί. Εκείνη τη στιγμή, καταβρέχουμε με νερό με πολλή πίεση τους υπόλοιπους, που έχουν μείνει πίσω.
Αυτός που έτρεξε πρώτος και έπιασε το τσαμπί, τρώει τις μπανάνες και το ευχαριστιέται πολύ. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να στεγνώσουν και να ξεπεράσουν το σοκ από το κατάβρεγμα.
Μετά από 1-2 ώρες, η κατάσταση της ομάδας των πιθήκων επανέρχεται στο φυσιολογικό. Βέβαια, οι 9 που έφαγαν το κατάβρεγμα (και δεν έφαγαν μπανάνες), κοιτούν με κάποια ζήλια τον έναν που και τις μπανάνες έφαγε και το κατάβρεγμα το γλίτωσε.
Επαναλαμβάνουμε την ίδια ενέργεια, δηλαδή κρεμάμε ένα τσαμπί μπανάνες στο κλουβί. Τρέχουν όλοι, αλλά ο ίδιος πίθηκος, ο οποίος όπως είπαμε είναι ο γρηγορότερος καταφέρνει και πάλι να φτάσει πρώτος στο τσαμπί.
Εμείς ξανακαταβρέχουμε με πολλή πίεση τους υπόλοιπους, ενώ ο πρώτος τρώει επιδεικτικά τις μπανάνες που “κέρδισε δίκαια”, αφού ήταν ο γρηγορότερος. Επαναλαμβάνουμε το ίδιο 2-3 φορές.
Κάποια φορά, καθώς ξεκινάει ο γρήγορος να πιάσει το τσαμπί που τοποθετήσαμε εκ νέου, τον πιάνουν οι υπόλοιποι εννιά και τον κάνουν μαύρο στο ξύλο.
Βρίσκεται λοιπόν το τσαμπί στη θέση του για κάποια ώρα, χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Κάποια στιγμή, ο γρήγορος ξαναπροσπαθεί να τρέξει προς το τσαμπί, αλλά οι υπόλοιποι τον ξαναπλακώνουν στο ξύλο, γιατί φοβούνται το κατάβρεγμα.
Μετά από μερικά ξυλοφορτώματα, ο γρήγορος “μαθαίνει το μάθημά του” και δεν ξαναπροσπαθεί. Μπορεί να προσπαθήσει και κάποιος άλλος, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: ξύλο από τους υπόλοιπους. Εδώ ξεκινάει το ενδιαφέρον της υπόθεσης.
Βγάζουμε από το κλουβί έναν από τους εννιά πιθήκους, αυτούς που καταβρέχαμε, όχι αυτόν που έφτανε πρώτος στο τσαμπί και βάζουμε έναν καινούριο πίθηκο, αντικαταστάτη.
Ο καινούριος πίθηκος, με το που βλέπει το τσαμπί με τις μπανάνες το οποίο φυσικά δεν ακουμπάει πλέον κανένας από τους “έμπειρους” της ομάδας ορμάει να το πιάσει. Οι υπόλοιποι εννιά, συμπεριλαμβανομένου και του παλιού “γρήγορου”, τον βουτάνε και τον κάνουν μαύρο στο ξύλο.
Ο παλιός “γρήγορος” μπορεί και να χαίρεται που τρώει και κάποιος άλλος ξύλο. Ο καινούριος δεν ξέρει γιατί τρώει ξύλο, αφού δεν είχε την εμπειρία του καταβρέγματος.
Μαθαίνει όμως πολύ γρήγορα ότι αν ξεκινήσει να πιάσει το τσαμπί, αυτό συνεπάγεται ξύλο από τους υπόλοιπους. Έτσι, ξαναβρισκόμαστε σε κατάσταση “ισορροπίας” μέσα στο κλουβί, δηλαδή υπάρχει ένα τσαμπί μπανάνες το οποίο δεν πάει να πιάσει κανείς. Ξανά-αλλάζουμε έναν από τους παλιούς 8 πιθήκους (όχι τον παλιό “γρήγορο” και όχι τον νέο ξυλοφορτωμένο) με έναν αντικαταστάτη.
Όπως καταλαβαίνετε, γίνεται η ίδια ιστορία της προηγούμενης παραγράφου, μέχρι να τους αλλάξουμε όλους (τελευταίο βγάζουμε τον παλιό “γρήγορο”, τον πρώτο που έφαγε ξύλο στην αρχή της ιστορίας).
Τι έχουμε λοιπόν; Έχουμε ένα τσαμπί μπανάνες, μέσα σε ένα κλουβί με 10 πιθήκους, από τους οποίους κανείς δεν τρέχει να το πιάσει, και κανείς δεν ξέρει γιατί (δεδομένου ότι κανένας τους δεν ήταν στην αρχική ομάδα που έφαγε το κατάβρεγμα)".
Μια άλλη εκδοχή του πειράματος
Έχουμε λοιπόν 10 νέους πιθήκους στο κλουβί και ένα τσαμπί μπανάνες άθικτο. Στη “συλλογική” μνήμη των οποίων είναι εγγεγραμμένο ότι το “κοινωνικά πρέπον” είναι να μην ακουμπάμε το τσαμπί γιατί το απαγορεύει ο νόμος. Όποιος προσπαθεί να το πλησιάσει, τις τρώει.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι αυτός που πάει να πιάσει τις μπανάνες εξ ενστίκτου, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τιμωρείται έτσι σκληρά αλλά και οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουν γιατί του τις βρέχουν, αφού κανένας τους δεν έχει βιώσει τις δύσκολες μέρες στο κλουβί με τα κυνηγητά και τα καταβρέγματα.
Η ζωή κυλάει ήρεμα στο κλουβί, με τις μπανάνες κρεμασμένες σε μια γωνιά που κανένας πίθηκος δεν τολμάει να τις ακουμπήσει. Οι μπανάνες έχουν γίνει πλέον “ιερές μπανάνες”. Δεν αποτελούν για την ομάδα προϊόν τροφής αλλά ταμπού.
Κάθε ομοιότητα με φυσικά πρόσωπα και καταστάσεις που ζούμε σήμερα, είναι απλά συμπτωματική.
ΠΗΓΗ
"Σε ένα κλουβί που έχουμε κλεισμένους 10 πιθήκους, κρεμάμε ένα τσαμπί μπανάνες. Όλοι οι πίθηκοι τρέχουν να πιάσουν το τσαμπί. Ένας από τους πιθήκους, ο πιο γρήγορος, φτάνει πρώτος στο τσαμπί. Εκείνη τη στιγμή, καταβρέχουμε με νερό με πολλή πίεση τους υπόλοιπους, που έχουν μείνει πίσω.
Αυτός που έτρεξε πρώτος και έπιασε το τσαμπί, τρώει τις μπανάνες και το ευχαριστιέται πολύ. Οι υπόλοιποι προσπαθούν να στεγνώσουν και να ξεπεράσουν το σοκ από το κατάβρεγμα.
Μετά από 1-2 ώρες, η κατάσταση της ομάδας των πιθήκων επανέρχεται στο φυσιολογικό. Βέβαια, οι 9 που έφαγαν το κατάβρεγμα (και δεν έφαγαν μπανάνες), κοιτούν με κάποια ζήλια τον έναν που και τις μπανάνες έφαγε και το κατάβρεγμα το γλίτωσε.
Επαναλαμβάνουμε την ίδια ενέργεια, δηλαδή κρεμάμε ένα τσαμπί μπανάνες στο κλουβί. Τρέχουν όλοι, αλλά ο ίδιος πίθηκος, ο οποίος όπως είπαμε είναι ο γρηγορότερος καταφέρνει και πάλι να φτάσει πρώτος στο τσαμπί.
Εμείς ξανακαταβρέχουμε με πολλή πίεση τους υπόλοιπους, ενώ ο πρώτος τρώει επιδεικτικά τις μπανάνες που “κέρδισε δίκαια”, αφού ήταν ο γρηγορότερος. Επαναλαμβάνουμε το ίδιο 2-3 φορές.
Κάποια φορά, καθώς ξεκινάει ο γρήγορος να πιάσει το τσαμπί που τοποθετήσαμε εκ νέου, τον πιάνουν οι υπόλοιποι εννιά και τον κάνουν μαύρο στο ξύλο.
Βρίσκεται λοιπόν το τσαμπί στη θέση του για κάποια ώρα, χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Κάποια στιγμή, ο γρήγορος ξαναπροσπαθεί να τρέξει προς το τσαμπί, αλλά οι υπόλοιποι τον ξαναπλακώνουν στο ξύλο, γιατί φοβούνται το κατάβρεγμα.
Μετά από μερικά ξυλοφορτώματα, ο γρήγορος “μαθαίνει το μάθημά του” και δεν ξαναπροσπαθεί. Μπορεί να προσπαθήσει και κάποιος άλλος, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάντα το ίδιο: ξύλο από τους υπόλοιπους. Εδώ ξεκινάει το ενδιαφέρον της υπόθεσης.
Βγάζουμε από το κλουβί έναν από τους εννιά πιθήκους, αυτούς που καταβρέχαμε, όχι αυτόν που έφτανε πρώτος στο τσαμπί και βάζουμε έναν καινούριο πίθηκο, αντικαταστάτη.
Ο καινούριος πίθηκος, με το που βλέπει το τσαμπί με τις μπανάνες το οποίο φυσικά δεν ακουμπάει πλέον κανένας από τους “έμπειρους” της ομάδας ορμάει να το πιάσει. Οι υπόλοιποι εννιά, συμπεριλαμβανομένου και του παλιού “γρήγορου”, τον βουτάνε και τον κάνουν μαύρο στο ξύλο.
Ο παλιός “γρήγορος” μπορεί και να χαίρεται που τρώει και κάποιος άλλος ξύλο. Ο καινούριος δεν ξέρει γιατί τρώει ξύλο, αφού δεν είχε την εμπειρία του καταβρέγματος.
Μαθαίνει όμως πολύ γρήγορα ότι αν ξεκινήσει να πιάσει το τσαμπί, αυτό συνεπάγεται ξύλο από τους υπόλοιπους. Έτσι, ξαναβρισκόμαστε σε κατάσταση “ισορροπίας” μέσα στο κλουβί, δηλαδή υπάρχει ένα τσαμπί μπανάνες το οποίο δεν πάει να πιάσει κανείς. Ξανά-αλλάζουμε έναν από τους παλιούς 8 πιθήκους (όχι τον παλιό “γρήγορο” και όχι τον νέο ξυλοφορτωμένο) με έναν αντικαταστάτη.
Όπως καταλαβαίνετε, γίνεται η ίδια ιστορία της προηγούμενης παραγράφου, μέχρι να τους αλλάξουμε όλους (τελευταίο βγάζουμε τον παλιό “γρήγορο”, τον πρώτο που έφαγε ξύλο στην αρχή της ιστορίας).
Τι έχουμε λοιπόν; Έχουμε ένα τσαμπί μπανάνες, μέσα σε ένα κλουβί με 10 πιθήκους, από τους οποίους κανείς δεν τρέχει να το πιάσει, και κανείς δεν ξέρει γιατί (δεδομένου ότι κανένας τους δεν ήταν στην αρχική ομάδα που έφαγε το κατάβρεγμα)".
Μια άλλη εκδοχή του πειράματος
Έχουμε λοιπόν 10 νέους πιθήκους στο κλουβί και ένα τσαμπί μπανάνες άθικτο. Στη “συλλογική” μνήμη των οποίων είναι εγγεγραμμένο ότι το “κοινωνικά πρέπον” είναι να μην ακουμπάμε το τσαμπί γιατί το απαγορεύει ο νόμος. Όποιος προσπαθεί να το πλησιάσει, τις τρώει.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι αυτός που πάει να πιάσει τις μπανάνες εξ ενστίκτου, δεν μπορεί να καταλάβει γιατί τιμωρείται έτσι σκληρά αλλά και οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουν γιατί του τις βρέχουν, αφού κανένας τους δεν έχει βιώσει τις δύσκολες μέρες στο κλουβί με τα κυνηγητά και τα καταβρέγματα.
Η ζωή κυλάει ήρεμα στο κλουβί, με τις μπανάνες κρεμασμένες σε μια γωνιά που κανένας πίθηκος δεν τολμάει να τις ακουμπήσει. Οι μπανάνες έχουν γίνει πλέον “ιερές μπανάνες”. Δεν αποτελούν για την ομάδα προϊόν τροφής αλλά ταμπού.
Κάθε ομοιότητα με φυσικά πρόσωπα και καταστάσεις που ζούμε σήμερα, είναι απλά συμπτωματική.
ΠΗΓΗ
Το τέρας μέσα μας: Το πείραμα του Μίλγκραμ
Ένα εκπληκτικό πείραμα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια
«φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή.
Το 1961, ο είκοσι
εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε
να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα
φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της
συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν
εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του
Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως
σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός
ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα-
δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των
πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως
φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό
πείραμα σχετικό με τη μνήμη.
Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική
κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».
Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια
ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του
έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα
ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30
βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»
Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος
του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)
«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν
κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ.
Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο
«δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.
Το πείραμα ξεκινάει.
Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο
«μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις
κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος
του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν
είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά
απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ.
«Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να
συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος
του κάνει νόημα να συνεχίσει.
Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο
πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200
βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να
κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα
πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν
απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον
λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει
στο «δάσκαλο»:
«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και
συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος,
ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν,
κοιτάει τον πειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως
ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί.
Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια
«δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι
ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.
Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον
τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά
παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.
Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να
συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον
πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ.
Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450
βολτ!
Που έγκειται η φάρσα;
Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε
προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός
ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο
«δάσκαλος». Όμως τα αποτελέσματα ήταν
αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως
και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με
κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι
δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις
διαταγές». Και φυσικά οι περισσότεροι
από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να
έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»
Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.
Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν
άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές
βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του
τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις
εντολές που του έδωσαν.
Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο
ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής)
δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς
ακολουθάει εντολές. Ο αστυνομικός ο
οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και
πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του.
Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου
σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί
υπακούει.
Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα
ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον
τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες
του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα. Αν
όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από
την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν
είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον
άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο,
αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας),
πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους
παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.
Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε
στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι
ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια
γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο
όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι
υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του
νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.
Και μια τελευταία παρατήρηση:
Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές
φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι
ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο
Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς
αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο
μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης
τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο
ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
Πηγή:
sanejoker.blogspot.gr
Lego in Space
That's one small brick for a man, a giant brick for mankind
Thursday, September 12, 2013
Mophono - The Edge (Skip On Beat Remix)
Stiglitz: "Άρρωστη" η οικονομία που λειτουργεί υπέρ των λίγων
Σε ομιλία του στο συνέδριο της Αμερικανικής Εργατικής
Συνομοσπονδίας – Κογκρέσο Βιομηχανικών Οργανισμών, AFL – CIO, ο νομπελίστας
οικονομολόγος, Joseph Stiglitz, αναφέρθηκε στις ανισότητες κατά τις οποίες ο
πλούτος επικεντρώνεται στα χέρια λίγων.
Ο ίδιος επικεντρώθηκε στους λόγους που προκαλούν την
ανισότητα αυτή εξηγώντας ότι από το 2009 έως το 2012 το 95% των κερδών πήγε
μόλις στο 1% του πληθυσμού, με το υπόλοιπο 99% να μην ανακάμπτουν ποτέ
πραγματικά.
Σύμφωνα με τον οικονομολόγο οι περικοπές στις δημόσιες
δαπάνες διατηρούν απλά μια «άρρωστη» οικονομία, καθώς από τα παραπάνω στοιχεία
ο μόνος χαρακτηρισμός που αρμόζει είναι αυτός.
Εξήγησε μάλιστα πως μια οικονομία που λειτουργεί μόνο για
τους λίγους, στην πραγματικότητα δεν λειτουργεί καθόλου, με αποτέλεσμα κάποια
στιγμή να καταρρεύσει. «Το έθνος μας ευημερεί, γιατί ευημερούμε όλοι μαζί»,
σημείωσε.
Επιπλέον πήγε ένα βήμα παραπέρα και εξήγησε ότι μπορεί να
αντιμετωπιστεί η ανισότητα. «Δεν είναι όπως οι καιρικές συνθήκες που απλά τις
δεχόμαστε. Δεν είναι αποτέλεσμα των νόμων της φύσης ή των νόμων της
οικονομίας», ανέφερε. «Είναι κάτι που εμείς δημιουργούμε με τις πολιτικές μας»,
τόνισε. Αυτή η ανισότητα δημιουργήθηκε όταν ο ελάχιστος μισθός μειώθηκε στο
χαμηλότεο επίπεδο από το 1950, όταν φτιάξαμε νόμους για να λαμβάνουν οι CEOs το
μεγαλύτερο μερίδιο της εταιρικής «πίτας», όταν δημιουργήσαμε συνθήκες για
χρεοκοπίες που έφεραν τις τοξικές καινοτομίες στη Wall Street.
Τέλος, ο Stiglitz ανέλυσε γιατί το εργατικό κίνημα πρέπει να
κινηθεί πέρα από τα όρια των εκπροσώπων του και να γίνουν οι «άρχοντες» του
προβλήματος της ανισότητας. «Είστε ένα μικρό κομμάτι της Αμερικής. Αλλά η
μεγαλύτερη ομάδα που εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Αμερικάνων που εργάζονται
σκληρά και λειτουργούν με κανόνες», δήλωσε.
Monday, September 2, 2013
Motivation posters
The big plan you can't understand
Be a man!
Brain will fill the gap
Be a ninja!
быть ниндзя!!!
Brain Restart
say the right things...
Brain restart, you know what I mean...
Be the right kind of ninja...
The shadow one...
Be the right kind of ninja... The shadow one...I get this image from 9gag
Subscribe to:
Posts (Atom)